- ανασυνιστώ
- (ανασυνιστώ), ανασυνέστησα, (να ανασυστήσω) βλ. πίν. 158——————Σημειώσεις:ανασυνιστώ, ανασυνίσταμαι : χρησιμοποιούνται κυρίως οι τύποι του αορίστου.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ανασυνιστώ — συγκροτώ εκ νέου, ιδρύω πάλι … Dictionary of Greek
ανασυσταίνω — ανασυνιστώ … Dictionary of Greek
ανασχηματίζω — 1. σχηματίζω πάλι κάτι κατεστραμμένο, του ξαναδίνω την αρχική του μορφή, ανασυνιστώ 2. μετασχηματίζω, αναμορφώνω, διαμορφώνω κάτι διαφορετικά με πρόθεση να το βελτιώσω. [ΕΤΥΜΟΛ. ανα * + σχηματίζω. ΠΑΡ. ανασχηματισμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 … Dictionary of Greek
ανασυνίσταμαι — (ανασυνίσταμαι), ανασυστάθηκα βλ. πίν. 133 Σημειώσεις: ανασυνιστώ, ανασυνίσταμαι : χρησιμοποιούνται κυρίως οι τύποι του αορίστου … Τα ρήματα της νέας ελληνικής